απόκαρσις

απόκαρσις
(-εως) η рел пострижение (в монахи)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απόκαρσις" в других словарях:

  • απόκαρσις — ἀπόκαρσις, η (AM) [αποκείρω] το κόψιμο των μαλλιών μσν. η τελετή της κουράς κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»